- τελωνίζω
- 1. μετ. облагать пошлиной;2. αμετ. платить пошлину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τελωνίζω — Ν 1. επιβάλλω την πληρωμή τελωνειακού τέλους στα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα 2. εκτελωνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
τελωνίζω — τελώνισα, τελωνισμένος, πληρώνω τελωνειακό δασμό στα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατελώνιστος — η, ο (AM ἀτελώνητος, ον) αυτός που δεν έχει υποβληθεί σε τελωνειακό δασμό, αφορολόγητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατελώνητος < αρχ. τελωνώ ( έω) («εισπράττω τους δημόσιους φόρους») < τελώνης ο τ. ατελώνιστος < νεοελλ. τελωνίζω] … Dictionary of Greek
τελωνίσιμος — η, ο / τελωνίσιμος, ον, ΝΑ ο υποκείμενος σε τελωνειακό δασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. ιμος, πιθ. μέσω αμάρτυρων αρχ. *τελωνίζω / τελώνισις] … Dictionary of Greek
ՄԱՔՍԵՄ — (եցի.) NBH 2 0232 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 12c, 14c ն. ՄԱՔՍԵՄ եւ ՄԱՔՍԻՄ. τελωνίζω vectigal colligo ut publicanus. Մաքս, կամ իբրեւ զմաքս պահանջել ինչ, եւ առնուլ. մաքսաւորել. կր՛՛. մաքս կամ որպէս զմաքս տալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)